обвеять - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

обвеять - translation to πορτογαλικά


обвеять      
(охватить дуновением) bafejar ; (fazer) sentir o sopro, (fazer) sentir o bafejo ; (окружить) cercar ; {с/х} aventar
обдавать, обдать      
(облить) banhar , cobrir ; (кипятком) escaldar ; (брызгами) salpicar ; (обвеять) envolver ; (каким-л чувством) apoderar-se ; sentir

Ορισμός

обвеять
ОБВ'ЕЯТЬ, обвею, обвеешь, ·совер.
1. (·несовер. обвевать), кого-что чем. Обдать (струей воздуха, ветром и т.п.). "Он зимой тебя согреет, летом холодом обвеет." Ершов.
| перен. Окружить, обнять (веянием чего-нибудь, воспоминаниями и т.п.; поэт). "Минувшим нас обвеет и обнимет." Тютчев.
2. (·несовер. обвевать и обвеивать), что. Вея, очистить (зерно) от шелухи, пыли и мякины (с.-х.).